- υπόφρικος
- -ον, Ααυτός που κατέχεται από ελαφρό ρίγος («ὑπόφρικον καὶ τὸ τοῡ βασιλέως σῶμα ἐγεννήθη», Π Δ).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -φρικος (< φρίξ, φρικός «ανατρίχιασμα, ρίγος»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπόφρικον — ὑπόφρικος shuddering a little masc/fem acc sg ὑπόφρικος shuddering a little neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՔՍՏՄՆԵՄ — (եցի.) NBH 2 1014 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c չ. ՔՍՏՄՆԵՄ ՔՍՏՄՆԻՄ. φρίσσω, ἑπιφρίσσω , ὐποφρικός γίνομαι horreo. գրի եւ ՔՍՄՆԵԼ. Որպէս զքիստ լինել փշաձեւ ցցեալ. փուշ փուշ լինել հրեաց, մարմնոյ, ալեաց ծովու, եւ անձին… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)